- λιγαίνει
- λιγαίνωcry out with a loudpres ind mp 2nd sgλιγαίνωcry out with a loudpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοντεύω — (I) και κοντεύγω (Μ κοντεύω και κοντεύγω) 1. προσεγγίζω, πλησιάζω κάποιον ή κάτι, έρχομαι κοντά («κάνε υπομονή, κοντεύουμε να φτάσουμε στο χωριό») 2. φέρνω κοντά, σιμώνω («όντα θα με κοντέψουνε στής εκκλησιάς τη στράτα», Πασπάτ.) 3. (ενεργ. και… … Dictionary of Greek
λιγαίνω — (Α) [λιγύς] 1. φωνάζω με δυνατή και καθαρή φωνή, καλώ μεγαλόφωνως («κήρυκες δ ἐλίγαινον ἅμ ἠοῑ φαινομένηφι», Ομ. Ιλ.) 2. ψάλλω για να δοξάσω ή να υμνήσω κάποιον 3. θέλγω, τέρπω («ὦτα φθεγξαμένη λιγαίνει», Φίλ.) 4. (μέσ. και παθ.) λιγαίνομαι… … Dictionary of Greek
leig-3, loig- — leig 3, loig English meaning: to jump; to tremble Deutsche Übersetzung: “hũpfen, beben; beben machen” Material: O.Ind. rē jati “makes hũpfen, läßt erbeben”, rē jatē “hũpft, bebt”, rēja yati “makes erzittern, quiver”; Pers.… … Proto-Indo-European etymological dictionary
АФАНАСИЙ I — (ок. 1235, Адрианополь ок. 1315, К поль), свт. (пам. 24 окт. и в Соборе Афонских святых, пам. греч. 28 окт.), Патриарх К польский (14 окт. 1289 16 окт. 1293, 23 июня 1303 сент. 1309). Род. в семье благочестивых родителей Георгия и Евфросинии. При … Православная энциклопедия